μακραγορία

μακραγορία
μᾰκρᾱγορία
1 long story

εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ P. 8.30


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακρηγορία — η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) [μακρηγορώ] μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”