- μακραγορία
- μᾰκρᾱγορία1 long story
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ P. 8.30
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ P. 8.30
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μακρηγορία — η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) [μακρηγορώ] μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία … Dictionary of Greek